- περίβαρυς
- περί-βαρυς, sehr schwer, überschwer
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περίβαρυς — υ, Α υπερβαρής*, πάρα πολύ βαρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βαρύς] … Dictionary of Greek
περίβαρυ — περίβαρυς exceeding grievous masc voc sg περίβαρυς exceeding grievous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek